φαρμάζω

φαρμάζω
Μ
δηλητηριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμ-ακον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαρμάσσω — και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α 1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ ὅτ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.) 2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”